θωμαϊκός

θωμαϊκός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει ή ανάγει την αρχή του στον Θωμά (τον απόστολο ή τον Ακινάτη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θωμάς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”